Μονόκλινος στα ολλανδικά

Μετάφραση: μονόκλινος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ongehuwd, een, enkel, alleen, enig, één, ongetrouwd, single, enkele, enkelvoudige
Μονόκλινος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονόκλινος

μονόκλινος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μονόκλινος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μοντέλο στα ολλανδικά - model, modellering, modelleren, mal, maquette, toonbeeld, voorbeeld, ...
  • μοντέρνος στα ολλανδικά - bijdetijds, modern, nieuwerwets, moderne, de moderne, een moderne
  • μονός στα ολλανδικά - vreemdsoortig, wonderlijk, alleen, enkel, vreemd, een, ongetrouwd, ...
  • μονότονος στα ολλανδικά - eentonig, monotoon, monotone, eentonige, saai
Τυχαίες λέξεις
Μονόκλινος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ongehuwd, een, enkel, alleen, enig, één, ongetrouwd, single, enkele, enkelvoudige