Μουρμουρίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μουρμουρίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дърдорене, кикотя се, бълбукам, бъбря, дрънкам глупости
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μουρμουρίζω
μουρμουρίζω στα αγγλικά, μουρμουρίζω αγγλικά, μουρμουρίζω συνόνυμα, μουρμουρίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μουρμουρίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μουδιασμένος στα βουλγαρικά - вцепенен, вцепенена, безчувствена, изтръпнали, безчувствен
- μουντός στα βουλγαρικά - тъп, скучен, скучна, тъпа, матово
- μουρνταριά στα βουλγαρικά - гриза, развратник
- μουσάτος στα βουλγαρικά - брадат, брадатият, брадатия, с брада, осилестия
Τυχαίες λέξεις
Μουρμουρίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: дърдорене, кикотя се, бълбукам, бъбря, дрънкам глупости
Μεταφράσεις: дърдорене, кикотя се, бълбукам, бъбря, дрънкам глупости