Μουρμουρίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: μουρμουρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
murmelen, mummelen, morren, brommen, mompelen, burble, gemompel
Μουρμουρίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μουρμουρίζω

μουρμουρίζω στα αγγλικά, μουρμουρίζω αγγλικά, μουρμουρίζω συνόνυμα, μουρμουρίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μουρμουρίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μουδιασμένος στα ολλανδικά - verdoofd, verkleumd, verdoven, gevoelloos, numb
  • μουντός στα ολλανδικά - vermoeiend, saai, vervelend, taai, dof, stomp, gesmoord, ...
  • μουρνταριά στα ολλανδικά - losbol, losbandig, vrijdenker, libertijn, libertijnse
  • μουσάτος στα ολλανδικά - baardig, gebaarde, bebaarde, gebaard, baard
Τυχαίες λέξεις
Μουρμουρίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: murmelen, mummelen, morren, brommen, mompelen, burble, gemompel