Μουρμουρίζω στα εσθονικά

Μετάφραση: μουρμουρίζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
röhatus, pomisema, torisema, pomin, röhkima, uriseja, pobisema, vulin, puristama, vulisema, Pulputtaa, Rääkida pulputtaa
Μουρμουρίζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μουρμουρίζω

μουρμουρίζω στα αγγλικά, μουρμουρίζω αγγλικά, μουρμουρίζω συνόνυμα, μουρμουρίζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, μουρμουρίζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • μουδιασμένος στα εσθονικά - puhkav, tundetu, loid, tuim, tuimaks, Numb, tuimad, ...
  • μουντός στα εσθονικά - lauspilves, tuhm, tuim, igav, nüri, tuhmiks
  • μουρνταριά στα εσθονικά - roppus, mustus, kõnts, libertine, Vabamõtleja, Elostelija
  • μουσάτος στα εσθονικά - habemega, ohteline, Habe, bearded, ohtelise, habetunud
Τυχαίες λέξεις
Μουρμουρίζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: röhatus, pomisema, torisema, pomin, röhkima, uriseja, pobisema, vulin, puristama, vulisema, Pulputtaa, Rääkida pulputtaa