Μπλέκω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μπλέκω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вплитам, спъвам, впримчат, вплитане, принуди да влезем
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπλέκω
μπλέκω με βελόνες, μπλέκω στα αγγλικά, πλέκω με βελονάκι, μπλέκω τα μπούτια μου, μπλέκω συνώνυμα, μπλέκω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μπλέκω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μπικουτί στα βουλγαρικά - извиване, ролка, за извиване, извиване на
- μπισκότο στα βουλγαρικά - бисквит, бисквита, бисквитена, бисквитено, бисквитен
- μπλε στα βουλγαρικά - син, синьо, синя, синята, сини
- μπλούζα στα βουλγαρικά - блуза, блузка, блузата, риза
Τυχαίες λέξεις
Μπλέκω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: вплитам, спъвам, впримчат, вплитане, принуди да влезем
Μεταφράσεις: вплитам, спъвам, впримчат, вплитане, принуди да влезем