Μπλέκω στα ουκρανικά

Μετάφραση: μπλέκω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
згортання, заплутувати, заплутуватимуть
Μπλέκω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μπλέκω

μπλέκω με βελόνες, μπλέκω στα αγγλικά, πλέκω με βελονάκι, μπλέκω τα μπούτια μου, μπλέκω συνώνυμα, μπλέκω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μπλέκω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μπικουτί στα ουκρανικά - хвиля, бурун, валик, вал, бігунок, газонокосарка, бігуді, ...
  • μπισκότο στα ουκρανικά - тістечко, печиво, печенье
  • μπλε στα ουκρανικά - синій, неяскравий, синіти, синька, моряк, голубий, синий
  • μπλούζα στα ουκρανικά - блузка, кофточка, гімнастерка, кофта, блуза, Блузки
Τυχαίες λέξεις
Μπλέκω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: згортання, заплутувати, заплутуватимуть