Νυσταγμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: νυσταγμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сънен, сънлив, сънливи, сънливо, заспало
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νυσταγμένος
νυσταγμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, νυσταγμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ντύνω στα βουλγαρικά - парадния, обличам, облека, облича, облекат, облечеш
- ντύσιμο στα βουλγαρικά - наряд, дресинг, превръзка, обличане, тоалетка, тоалетка с
- νυχτερίδα στα βουλγαρικά - прилеп, бухалка, НДНТ, за НДНТ, прилепи
- νωθρός στα βουλγαρικά - беден, дребен, незначителен
Τυχαίες λέξεις
Νυσταγμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сънен, сънлив, сънливи, сънливо, заспало
Μεταφράσεις: сънен, сънлив, сънливи, сънливо, заспало