Νυσταγμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: νυσταγμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slaperig, druilerig, slaperige, sleepy, slaap, slaperigheid
Νυσταγμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νυσταγμένος

νυσταγμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, νυσταγμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ντύνω στα ολλανδικά - tenue, kleden, bekleden, te kleden, kleedt, bekleedt
  • ντύσιμο στα ολλανδικά - dressing, verband, kleedkamer, kleedruimte, kleden
  • νυχτερίδα στα ολλανδικά - vleermuis, knuppel, BBT, BAT
  • νωθρός στα ολλανδικά - lui, hokkerig, benepen, poky, miezerige, benauwd
Τυχαίες λέξεις
Νυσταγμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: slaperig, druilerig, slaperige, sleepy, slaap, slaperigheid