Νυσταγμένος στα δανικά

Μετάφραση: νυσταγμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
søvnig, søvnige, træt, sleepy
Νυσταγμένος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νυσταγμένος

νυσταγμένος λεξικό γλώσσας δανικά, νυσταγμένος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ντύνω στα δανικά - tøj, kjole, iklæde, klæde, klæder, iføre
  • ντύσιμο στα δανικά - dressing, forbinding, slagtemæssig behandling, toiletbord, bandage
  • νυχτερίδα στα δανικά - flagermus, bat, battet, er BAT
  • νωθρός στα δανικά - doven, poky, trange
Τυχαίες λέξεις
Νυσταγμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: søvnig, søvnige, træt, sleepy