Ξέσπασμα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ξέσπασμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
взрив, изблик, избухване, избухването, изблика
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξέσπασμα
ξέσπασμα του φεγγαριού, ξέσπασμα βενιζέλου, ξέσπασμα βερύκιου, ξέσπασμα παπαδάκη, ξέσπασμα - παύλος σιδηρόπουλος στιχοι, ξέσπασμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ξέσπασμα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ξένος στα βουλγαρικά - непознат, странник, чужденец, чужд, чужд човек
- ξέρω στα βουλγαρικά - зная, знака, познавам, знам, знаете, знаем
- ξέστρο στα βουλγαρικά - шило, скрепер, стъргалка, скреперното, стъргало
- ξέφρενος στα βουλγαρικά - френетичен, трескава, френетична, френетичната, френетично
Τυχαίες λέξεις
Ξέσπασμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: взрив, изблик, избухване, избухването, изблика
Μεταφράσεις: взрив, изблик, избухване, избухването, изблика