Ξέσπασμα στα εσθονικά

Μετάφραση: ξέσπασμα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
purse, tuisupahvak, paiskuma, puhang, närvitsema, lõhkenud, aktiivsustõusu, purskeni, kähmlusi
Ξέσπασμα στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξέσπασμα

ξέσπασμα του φεγγαριού, ξέσπασμα βενιζέλου, ξέσπασμα βερύκιου, ξέσπασμα παπαδάκη, ξέσπασμα - παύλος σιδηρόπουλος στιχοι, ξέσπασμα λεξικό γλώσσας εσθονικά, ξέσπασμα στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ξένος στα εσθονικά - tundmatu, välismaine, võõras, välismaalane, võõra, võõrast, stranger
  • ξέρω στα εσθονικά - teadma, tundma, tea, tean
  • ξέστρο στα εσθονικά - naaskel, kaabits, skreeper, kaabitsa, kaabitsaga, skreeperit
  • ξέφρενος στα εσθονικά - meeletu, Raivokas, pöörase, närvilise, hull
Τυχαίες λέξεις
Ξέσπασμα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: purse, tuisupahvak, paiskuma, puhang, närvitsema, lõhkenud, aktiivsustõusu, purskeni, kähmlusi