Ξέσπασμα στα λιθουανικά
Μετάφραση: ξέσπασμα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lūžti, protrūkis, sprogimas, trūkti, pliūpsnis, proveržis, protrūkio
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξέσπασμα
ξέσπασμα του φεγγαριού, ξέσπασμα βενιζέλου, ξέσπασμα βερύκιου, ξέσπασμα παπαδάκη, ξέσπασμα - παύλος σιδηρόπουλος στιχοι, ξέσπασμα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ξέσπασμα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ξένος στα λιθουανικά - svetimšalis, svetimas, užsienietis, nepažįstamasis, ateivis, stranger, nepažįstamas
- ξέρω στα λιθουανικά - mokėti, žinoti, žinome, žinau
- ξέστρο στα λιθουανικά - grandiklis, Grandiklio, skreperis, scraper, grandyklės
- ξέφρενος στα λιθουανικά - pašėlęs, pamišęs, įsiutęs, maniakas, fanatiškas
Τυχαίες λέξεις
Ξέσπασμα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: lūžti, protrūkis, sprogimas, trūkti, pliūpsnis, proveržis, protrūkio
Μεταφράσεις: lūžti, protrūkis, sprogimas, trūkti, pliūpsnis, proveržis, protrūkio