Ξέσπασμα στα δανικά

Μετάφραση: ξέσπασμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
eksplosion, briste, sprængning, udbrud, udbruddet, udbrydende, opblussende
Ξέσπασμα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξέσπασμα

ξέσπασμα του φεγγαριού, ξέσπασμα βενιζέλου, ξέσπασμα βερύκιου, ξέσπασμα παπαδάκη, ξέσπασμα - παύλος σιδηρόπουλος στιχοι, ξέσπασμα λεξικό γλώσσας δανικά, ξέσπασμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ξένος στα δανικά - fremmed, udlænding, udenlandsk, fremmede, fremmed med
  • ξέρω στα δανικά - kende, vide, kender, ved
  • ξέστρο στα δανικά - skraber, skraberen, scraper, afstryger, afskraber
  • ξέφρενος στα δανικά - hæmningsløst, hektiske, hektisk, rasende, vanvittige
Τυχαίες λέξεις
Ξέσπασμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: eksplosion, briste, sprængning, udbrud, udbruddet, udbrydende, opblussende