Ξέσπασμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ξέσπασμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
splijten, barsten, scheuren, beweging, uitbarsting, uitval, uitbarstingen, uitbarsting van
Ξέσπασμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξέσπασμα

ξέσπασμα του φεγγαριού, ξέσπασμα βενιζέλου, ξέσπασμα βερύκιου, ξέσπασμα παπαδάκη, ξέσπασμα - παύλος σιδηρόπουλος στιχοι, ξέσπασμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ξέσπασμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ξένος στα ολλανδικά - vreemdeling, buitenlands, uitheems, onwennig, buitenlander, vreemd, vreemde, ...
  • ξέρω στα ολλανδικά - kennen, weten, weet, jij, kent
  • ξέστρο στα ολλανδικά - krabber, schraper, scraper, schraaporgaan, schraapijzer
  • ξέφρενος στα ολλανδικά - razend, fanatiek, hectische, frenetic, verwoede
Τυχαίες λέξεις
Ξέσπασμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: splijten, barsten, scheuren, beweging, uitbarsting, uitval, uitbarstingen, uitbarsting van