Ξέσπασμα στα ουκρανικά
Μετάφραση: ξέσπασμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вибух, спалах, повстання, сполох, підірваний, висадити, хвилювання, висаджувати
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξέσπασμα
ξέσπασμα του φεγγαριού, ξέσπασμα βενιζέλου, ξέσπασμα βερύκιου, ξέσπασμα παπαδάκη, ξέσπασμα - παύλος σιδηρόπουλος στιχοι, ξέσπασμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ξέσπασμα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ξένος στα ουκρανικά - неспеціаліст, чужій, закордонний, чужий, профан, зарубіжний, аутсайдер, ...
- ξέρω στα ουκρανικά - складний, вузлуватий, скрутний, знати, знать, цікаво
- ξέστρο στα ουκρανικά - шило, скребок, шкребок, шкрябань
- ξέφρενος στα ουκρανικά - божевільний, шалений, несамовитий
Τυχαίες λέξεις
Ξέσπασμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вибух, спалах, повстання, сполох, підірваний, висадити, хвилювання, висаджувати
Μεταφράσεις: вибух, спалах, повстання, сполох, підірваний, висадити, хвилювання, висаджувати