Ομιλητής στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ομιλητής, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оратор, говорител, високоговорител, високоговорителя, високоговорителите
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ομιλητής
ομιλητής μετάφραση, φυσικός ομιλητής, γηγενής ομιλητής, ιδανικός ομιλητής, ομιλητής en francais, ομιλητής λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ομιλητής στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ομελέτα στα βουλγαρικά - омлет, омлети, омлета, омлет с
- ομιλία στα βουλγαρικά - говоря, беседа, разговор, реч, говор, речта, словото, ...
- ομιλητικός στα βουλγαρικά - разговорен, разговорно, разговорни, диалогово, на разговор
- ομιχλώδης στα βουλγαρικά - мъгливо, мъглива, мъглив, мъгливия, мъгливата
Τυχαίες λέξεις
Ομιλητής στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: оратор, говорител, високоговорител, високоговорителя, високоговорителите
Μεταφράσεις: оратор, говорител, високоговорител, високоговорителя, високоговорителите