Οξυδερκής στα βουλγαρικά

Μετάφραση: οξυδερκής, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отнасящ се до възприемането, проницателен, възприемчив, проницателна, осезателни
Οξυδερκής στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξυδερκής

οξυδερκής συνώνυμο, οξυδερκης συνώνυμο, οξυδερκής ετυμολογία, οξυδερκής σημασια, οξυδερκής ορισμος, οξυδερκής λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, οξυδερκής στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • οξυγόνωση στα βουλγαρικά - оксигенация, оксигенацията, окисляване, окисление, насищане с кислород
  • οξυδέρκεια στα βουλγαρικά - острота, прозрение, вникване, проницателност, поглед, представа
  • οξύ στα βουλγαρικά - киселина, киселини, киселинен, кисел
  • οξύθυμος στα βουλγαρικά - сприхав, раздразнителен, избухлив
Τυχαίες λέξεις
Οξυδερκής στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: отнасящ се до възприемането, проницателен, възприемчив, проницателна, осезателни