Οξυδερκής στα ισλανδικά

Μετάφραση: οξυδερκής, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
beittur, hvass, glöggur, Athugul
Οξυδερκής στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξυδερκής

οξυδερκής συνώνυμο, οξυδερκης συνώνυμο, οξυδερκής ετυμολογία, οξυδερκής σημασια, οξυδερκής ορισμος, οξυδερκής λεξικό γλώσσας ισλανδικά, οξυδερκής στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • οξυγόνωση στα ισλανδικά - súrefnismettun, súrefnismettun í, súrefni, súrefnisupptaka, súrefnisupptaka um
  • οξυδέρκεια στα ισλανδικά - innsýn, innsæi, skilningur, innsæið
  • οξύ στα ισλανδικά - acid, sýru, sýra, add, acld
  • οξύθυμος στα ισλανδικά - irascible
Τυχαίες λέξεις
Οξυδερκής στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: beittur, hvass, glöggur, Athugul