Οξυδερκής στα λευκορωσικά
Μετάφραση: οξυδερκής, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
успрымальны, ўспрымальны
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξυδερκής
οξυδερκής συνώνυμο, οξυδερκης συνώνυμο, οξυδερκής ετυμολογία, οξυδερκής σημασια, οξυδερκής ορισμος, οξυδερκής λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, οξυδερκής στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- οξυγόνωση στα λευκορωσικά - аксігенацыя, аксігенацыі
- οξυδέρκεια στα λευκορωσικά - разуменне, разуменьне
- οξύ στα λευκορωσικά - кіслата, кіслаты
- οξύθυμος στα λευκορωσικά - запальчывы, гарачы, магу пагарачыцца, пагарачыцца
Τυχαίες λέξεις
Οξυδερκής στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: успрымальны, ўспрымальны
Μεταφράσεις: успрымальны, ўспрымальны