Οξύθυμος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: οξύθυμος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сприхав, раздразнителен, избухлив
Οξύθυμος στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύθυμος

οξύθυμος άντρας, οξύθυμος συνώνυμα, οξύθυμος συνώνυμο, οξύθυμος αγγλικά, οξύθυμος ψυχολογία, οξύθυμος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, οξύθυμος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • οξυδερκής στα βουλγαρικά - отнасящ се до възприемането, проницателен, възприемчив, проницателна, осезателни
  • οξύ στα βουλγαρικά - киселина, киселини, киселинен, кисел
  • οξύνοια στα βουλγαρικά - проницателност
  • οξύνω στα βουλγαρικά - остря, изострят, се изострят, изостря, изостри
Τυχαίες λέξεις
Οξύθυμος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сприхав, раздразнителен, избухлив