Οξύθυμος στα ολλανδικά

Μετάφραση: οξύθυμος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
balorig, kregel, gemelijk, slechtgehumeurd, opvliegend, driftig, opvliegende, irascible, heetgebakerde
Οξύθυμος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύθυμος

οξύθυμος άντρας, οξύθυμος συνώνυμα, οξύθυμος συνώνυμο, οξύθυμος αγγλικά, οξύθυμος ψυχολογία, οξύθυμος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, οξύθυμος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • οξυδερκής στα ολλανδικά - vernuftig, bijtend, pienter, snerpend, spits, voorbijgaand, doordringend, ...
  • οξύ στα ολλανδικά - hevig, zuur, scherp, doordringend, fel, schel, zuren, ...
  • οξύνοια στα ολλανδικά - slimheid, scherpzinnigheid, astuteness, scherp inzicht, geslepenheid
  • οξύνω στα ολλανδικά - prikkelen, scherpen, verscherpen, slijpen, te scherpen, aanscherpen
Τυχαίες λέξεις
Οξύθυμος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: balorig, kregel, gemelijk, slechtgehumeurd, opvliegend, driftig, opvliegende, irascible, heetgebakerde