Οξύθυμος στα ουκρανικά
Μετάφραση: οξύθυμος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
подразливість, дратівливість, збудливість, запальний, запальна, запальну
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξύθυμος
οξύθυμος άντρας, οξύθυμος συνώνυμα, οξύθυμος συνώνυμο, οξύθυμος αγγλικά, οξύθυμος ψυχολογία, οξύθυμος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, οξύθυμος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- οξυδερκής στα ουκρανικά - сильний, дотепний, гостра, гостре, гострий, дужий, високий, ...
- οξύ στα ουκρανικά - кислота, кислотний, кислоти
- οξύνοια στα ουκρανικά - проникливість, прозорливість, інтуїцію
- οξύνω στα ουκρανικά - посилювати, посилюватися, підсильте, окисляти, озлобляти, окисліться, точити, ...
Τυχαίες λέξεις
Οξύθυμος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: подразливість, дратівливість, збудливість, запальний, запальна, запальну
Μεταφράσεις: подразливість, дратівливість, збудливість, запальний, запальна, запальну