Οξύθυμος στα δανικά
Μετάφραση: οξύθυμος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
opfarende, hidsig, vred, arrig, vredladen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξύθυμος
οξύθυμος άντρας, οξύθυμος συνώνυμα, οξύθυμος συνώνυμο, οξύθυμος αγγλικά, οξύθυμος ψυχολογία, οξύθυμος λεξικό γλώσσας δανικά, οξύθυμος στα δανικά
Μεταφράσεις
- οξυδερκής στα δανικά - skarp, dreven, indsigtsfulde, indsigtsfuld, opfattende, perceptive
- οξύ στα δανικά - sur, syre, acid, syren
- οξύνοια στα δανικά - skarpsindighed, kløgtighed, snedige
- οξύνω στα δανικά - skærpe, at skærpe, skarpere, slibe, skærper
Τυχαίες λέξεις
Οξύθυμος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: opfarende, hidsig, vred, arrig, vredladen
Μεταφράσεις: opfarende, hidsig, vred, arrig, vredladen