Οπή στα βουλγαρικά
Μετάφραση: οπή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отверстие, дупка, отвор, дупки, отвора, дупката
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οπή
διαμπερής οπή, οπή αμφιβληστροειδούς, λευκή οπή, οπή ετυμολογία, οπή της ωχράς, οπή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, οπή στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- οξύς στα βουλγαρικά - киселина, остър, остра, остро, малък, острата
- οξύτητα στα βουλγαρικά - киселинност, киселинността, киселини, на киселинността
- οπαδοί στα βουλγαρικά - последователи, последователите, привърженици, съмишленици
- οπαδός στα βουλγαρικά - вяскай, последовател, привърженик, последователка, повторител, последователи
Τυχαίες λέξεις
Οπή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: отверстие, дупка, отвор, дупки, отвора, дупката
Μεταφράσεις: отверстие, дупка, отвор, дупки, отвора, дупката