Οπή στα ιταλικά

Μετάφραση: οπή, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abboccatura, spiraglio, apertura, buco, foro, buche, foro di, fori
Οπή στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οπή

διαμπερής οπή, οπή αμφιβληστροειδούς, λευκή οπή, οπή ετυμολογία, οπή της ωχράς, οπή λεξικό γλώσσας ιταλικά, οπή στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • οξύς στα ιταλικά - appuntito, acuto, affilato, acuminato, intenso, acre, aguzzo, ...
  • οξύτητα στα ιταλικά - acerbità, asperità, acidità, di acidità, l'acidità, dell'acidità, un'acidità
  • οπαδοί στα ιταλικά - seguace, successivo, seguente, discepolo, seguito, seguaci, seguono, ...
  • οπαδός στα ιταλικά - fautore, aderente, sostenitore, ventilatore, seguace, follower, seguicamma, ...
Τυχαίες λέξεις
Οπή στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: abboccatura, spiraglio, apertura, buco, foro, buche, foro di, fori