Οργανικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: οργανικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
органичен, Органичният, органична, Органичната, биологичното
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οργανικός
οργανικόσ καφέσ, οργανικός νόμος 1900, οργανικός διανοούμενος, οργανικός κύκλος rankine, οργανικός νόμος, οργανικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, οργανικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- οργίλος στα βουλγαρικά - сприхав, обидчив
- οργανίστας στα βουλγαρικά - органист, органист в, за органист, органистът
- οργιά στα βουλγαρικά - проницателност, клафтер, разбирам, измервам дълбочина
- οργισμένος στα βουλγαρικά - неистовия, гневен, гневна, гневни, гневно, пламъкът на
Τυχαίες λέξεις
Οργανικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: органичен, Органичният, органична, Органичната, биологичното
Μεταφράσεις: органичен, Органичният, органична, Органичната, биологичното