Οργανικός στα δανικά

Μετάφραση: οργανικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
organisk, organiske, økologisk, økologiske
Οργανικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οργανικός

οργανικόσ καφέσ, οργανικός νόμος 1900, οργανικός διανοούμενος, οργανικός κύκλος rankine, οργανικός νόμος, οργανικός λεξικό γλώσσας δανικά, οργανικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • οργίλος στα δανικά - opfarende, testy, irritabel
  • οργανίστας στα δανικά - organist, organisten, som organist
  • οργιά στα δανικά - Fathom, favn, Favne, fattelige
  • οργισμένος στα δανικά - truende, vred, rasende, vrede, wrathful, vredes
Τυχαίες λέξεις
Οργανικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: organisk, organiske, økologisk, økologiske