Περιστατικό στα βουλγαρικά
Μετάφραση: περιστατικό, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
падеж, инцидент, инциденти, произшествие, случай
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιστατικό
περιστατικό συνώνυμο, περιστατικό συνώνυμα, περιστατικό στην πάρο, περιστατικό του ρόσγουελ, περιστατικό με την aegean air, περιστατικό λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, περιστατικό στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- περιστέλλω στα βουλγαρικά - граница, спирам, ограничавам се, ограничавам, престой, работата му
- περιστέρι στα βουλγαρικά - гълъб, гълъбице, гълъбицата
- περιστεράκι στα βουλγαρικά - трътлест, кушетка, нисък и дебел, облегалката на дадена, тапицерията на
- περιστολή στα βουλγαρικά - ограничение, намаление, намаляване, намаляване на, редукция, намаляването на
Τυχαίες λέξεις
Περιστατικό στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: падеж, инцидент, инциденти, произшествие, случай
Μεταφράσεις: падеж, инцидент, инциденти, произшествие, случай