Πεύκο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πεύκο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бор, борова, борови, боровата, боров
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεύκο
πεύκο μελίσσια, πεύκο καλαβρύτων, πεύκο κλάδεμα, πεύκο στα αγγλικά, πεύκο σε γλάστρα, πεύκο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πεύκο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πετυχημένος στα βουλγαρικά - успешното, успешно, успешен, успешна, успешни
- πετώ στα βουλγαρικά - летя, полет, билета, лети, летят
- πηγάδι στα βουλγαρικά - кладенец, добре, и, както, също, така
- πηγή στα βουλγαρικά - фонтан, шрифт, източник, източника, източник на, код, източници
Τυχαίες λέξεις
Πεύκο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: бор, борова, борови, боровата, боров
Μεταφράσεις: бор, борова, борови, боровата, боров