Πεύκο στα δανικά
Μετάφραση: πεύκο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fyrretræ, fyr, pine, i Pine, af Pine
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεύκο
πεύκο μελίσσια, πεύκο καλαβρύτων, πεύκο κλάδεμα, πεύκο στα αγγλικά, πεύκο σε γλάστρα, πεύκο λεξικό γλώσσας δανικά, πεύκο στα δανικά
Μεταφράσεις
- πετυχημένος στα δανικά - vellykket, succesfuld, succes, en succes, vellykkede
- πετώ στα δανικά - kaste, flue, flyve, fly, flyver, føre, at flyve
- πηγάδι στα δανικά - godt, brønd, vel, og, såvel, samt
- πηγή στα δανικά - udspring, oprindelse, kilde, springvand, brønd, source, kilden, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεύκο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fyrretræ, fyr, pine, i Pine, af Pine
Μεταφράσεις: fyrretræ, fyr, pine, i Pine, af Pine