Πεύκο στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: πεύκο, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бор, борова, борови, боровите, боровата
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεύκο
πεύκο μελίσσια, πεύκο καλαβρύτων, πεύκο κλάδεμα, πεύκο στα αγγλικά, πεύκο σε γλάστρα, πεύκο λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πεύκο στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- πετυχημένος στα σλαβομακεδονικά - успешна, успешно, успешни, успешен, успешното
- πετώ στα σλαβομακεδονικά - мувата, лета, летаат, да летаат, да лета, се лета
- πηγάδι στα σλαβομακεδονικά - бунарот, добро, и, така
- πηγή στα σλαβομακεδονικά - изворот, извор, код, извор на, изворниот
Τυχαίες λέξεις
Πεύκο στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: бор, борова, борови, боровите, боровата
Μεταφράσεις: бор, борова, борови, боровите, боровата