Πλεονεκτικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: πλεονεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изгоден, благоприятен, изгодно, предимство, изгодна
Πλεονεκτικός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλεονεκτικός

πλεονεκτικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πλεονεκτικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • πλεονάζων στα βουλγαρικά - излишен, съкратени, излишни, съкратените, излишно
  • πλεονέκτημα στα βουλγαρικά - предимство, преимущество, възползват, възползва, възползвате
  • πλευρά στα βουλγαρικά - наклон, страна, страничен, странична, страничната, странични
  • πλευρίζω στα βουλγαρικά - приветствие, обръщам се към, обръщам, заговарят, заговаряне, заговориха
Τυχαίες λέξεις
Πλεονεκτικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: изгоден, благоприятен, изгодно, предимство, изгодна