Πλεονεκτικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: πλεονεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vantajoso, propício, favorável, vantajosa, vantajosas, vantajosos, vantagem
Πλεονεκτικός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλεονεκτικός

πλεονεκτικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πλεονεκτικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • πλεονάζων στα πορτογαλικά - redundante, redundantes, despedidos, redundância
  • πλεονέκτημα στα πορτογαλικά - vantagem, benefício, proveito, partido, vantagens, aproveitando
  • πλευρά στα πορτογαλικά - costado, flanco, declive, banda, lado, olhadela, encosta, ...
  • πλευρίζω στα πορτογαλικά - abordar, accost, abordá, aborde
Τυχαίες λέξεις
Πλεονεκτικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: vantajoso, propício, favorável, vantajosa, vantajosas, vantajosos, vantagem