Προμηθεύω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: προμηθεύω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доставям, разпространявам, доставчик съм, снабдявам
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προμηθεύω
προμηθεύω στα αγγλικα, προμηθεύω in english, προμηθεύω συνώνυμα, προμηθεύω αγγλικα, προμηθεύω με, προμηθεύω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, προμηθεύω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- προμηθευτής στα βουλγαρικά - доставчика, доставчик, с доставчика, се с доставчика
- προμηθεύομαι στα βουλγαρικά - promithefomai
- προνοητικός στα βουλγαρικά - далекоглед, далновидно, далновиден, далновидна, предвидлив
- προνοητικότητα στα βουλγαρικά - предвидливост, прогнозиране, далновидност, прогнози, предвиждане
Τυχαίες λέξεις
Προμηθεύω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: доставям, разпространявам, доставчик съм, снабдявам
Μεταφράσεις: доставям, разпространявам, доставчик съм, снабдявам