Προμηθεύω στα ουκρανικά
Μετάφραση: προμηθεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
постачати, постачайте, доставляти, надавати, гнійний, первей, Першими, перші, першому, перший
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προμηθεύω
προμηθεύω στα αγγλικα, προμηθεύω in english, προμηθεύω συνώνυμα, προμηθεύω αγγλικα, προμηθεύω με, προμηθεύω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προμηθεύω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- προμηθευτής στα ουκρανικά - постачальник, постачальника
- προμηθεύομαι στα ουκρανικά - сягати, набути, досягати, отримувати, домагатися, promithefomai
- προνοητικός στα ουκρανικά - передбачливий, далекозорий, прозорливий, далекоглядний, далекоглядна, далекосяжний, завбачливий
- προνοητικότητα στα ουκρανικά - завбачливість, передбачливість, передбачення
Τυχαίες λέξεις
Προμηθεύω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: постачати, постачайте, доставляти, надавати, гнійний, первей, Першими, перші, першому, перший
Μεταφράσεις: постачати, постачайте, доставляти, надавати, гнійний, первей, Першими, перші, першому, перший