Πυροβολικό στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πυροβολικό, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
артилерия, артилерийски, артилерията, артилерийска
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πυροβολικό
πυροβολικό αθήνα, πυροβολικό θήβας, πυροβολικό σάμος, πυροβολικό σώμα, πυροβολικό κύπροσ, πυροβολικό λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πυροβολικό στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πυρηνικός στα βουλγαρικά - ядрен, ядрената, ядрена, ядрено, ядрени
- πυρκαγιά στα βουλγαρικά - стрелям, огън, пожар, огъня, противопожарна, пожарна
- πυροβολισμός στα βουλγαρικά - изстрел, ударът, ударът на, снимка, завършващият
- πυροβολώ στα βουλγαρικά - огън, стрелят, стрелям, стреля, застреля, застрелям
Τυχαίες λέξεις
Πυροβολικό στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: артилерия, артилерийски, артилерията, артилерийска
Μεταφράσεις: артилерия, артилерийски, артилерията, артилерийска