Πόρπη στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πόρπη, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тока, катарама, на ключалката, катарамата, катарама от
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόρπη
πόρπη τι είναι, ασημένια πόρπη, πόρπη συνώνυμα, πόρπη πλαστική ιμάντα, πόρπη ροδόπης, πόρπη λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πόρπη στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πόροι στα βουλγαρικά - ресурс, ресурси, средства, ресурсите
- πόρος στα βουλγαρικά - отверстие, средство, ресурс, ресурси, ресурсите, на ресурсите
- πόρτα στα βουλγαρικά - врата, вратата, врати, на вратата
- πόσιμος στα βουλγαρικά - напитка, годен за пиене, питейна, питейната, питейни, на питейна
Τυχαίες λέξεις
Πόρπη στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: тока, катарама, на ключалката, катарамата, катарама от
Μεταφράσεις: тока, катарама, на ключалката, катарамата, катарама от