Πόρπη στα ιταλικά

Μετάφραση: πόρπη, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
potare, tagliare, fermaglio, spilla, fibbia, inarcamento, dell'inarcamento, fibbia in, l'inarcamento
Πόρπη στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πόρπη

πόρπη τι είναι, ασημένια πόρπη, πόρπη συνώνυμα, πόρπη πλαστική ιμάντα, πόρπη ροδόπης, πόρπη λεξικό γλώσσας ιταλικά, πόρπη στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • πόροι στα ιταλικά - risorsa, risorse, le risorse, delle risorse, risorse di
  • πόρος στα ιταλικά - poro, risorsa, risorse, delle risorse, di risorse, risorsa di
  • πόρτα στα ιταλικά - porta, uscio, sportello, portello, porte, porta di
  • πόσιμος στα ιταλικά - potabile, usi commestibili, per usi commestibili, potabili
Τυχαίες λέξεις
Πόρπη στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: potare, tagliare, fermaglio, spilla, fibbia, inarcamento, dell'inarcamento, fibbia in, l'inarcamento