Πόρπη στα εσθονικά
Μετάφραση: πόρπη, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
klemm, klipp, ripats, sõlg, pross, pannal, luku, lukk, pandla, lukku
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόρπη
πόρπη τι είναι, ασημένια πόρπη, πόρπη συνώνυμα, πόρπη πλαστική ιμάντα, πόρπη ροδόπης, πόρπη λεξικό γλώσσας εσθονικά, πόρπη στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- πόροι στα εσθονικά - ressurss, vahend, ressursid, ressursside, ressursse, vahendeid, vahendite
- πόρος στα εσθονικά - poor, ressurss, ressursside, ressursi, loodusvarade, ressurssi
- πόρτα στα εσθονικά - lõhn, uks, ukse, door, ust, uksest
- πόσιμος στα εσθονικά - jook, joogikõlbulik, joodav, joogivee, joogiveega, joogiks, joogivedelike
Τυχαίες λέξεις
Πόρπη στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: klemm, klipp, ripats, sõlg, pross, pannal, luku, lukk, pandla, lukku
Μεταφράσεις: klemm, klipp, ripats, sõlg, pross, pannal, luku, lukk, pandla, lukku