Πόρπη στα δανικά

Μετάφραση: πόρπη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
klippe, broche, spænde, lukkebeslaget, spændet, lukkebeslag, lukkebeslagets
Πόρπη στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πόρπη

πόρπη τι είναι, ασημένια πόρπη, πόρπη συνώνυμα, πόρπη πλαστική ιμάντα, πόρπη ροδόπης, πόρπη λεξικό γλώσσας δανικά, πόρπη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πόροι στα δανικά - ressourcer, ressourcer om, midler, indtægter
  • πόρος στα δανικά - ressource, ressourcer, ressourceforbrug, ressourcen
  • πόρτα στα δανικά - dør, døren, siden, siden af
  • πόσιμος στα δανικά - drikkevand, drikkevandskvalitet, konsumalkohol, af drikkevandskvalitet, drikkelig
Τυχαίες λέξεις
Πόρπη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: klippe, broche, spænde, lukkebeslaget, spændet, lukkebeslag, lukkebeslagets