Πόρπη στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: πόρπη, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тока, пафта, токи, бравата, брава
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόρπη
πόρπη τι είναι, ασημένια πόρπη, πόρπη συνώνυμα, πόρπη πλαστική ιμάντα, πόρπη ροδόπης, πόρπη λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πόρπη στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- πόροι στα σλαβομακεδονικά - ресурси, средства, ресурсите, извори
- πόρος στα σλαβομακεδονικά - ресурси, ресурс, на ресурси, ресурсите, извор
- πόρτα στα σλαβομακεδονικά - вратата, врата, врати, на вратата, порти
- πόσιμος στα σλαβομακεδονικά - пијалакот, за пиење, пиење, вода за пиење, вода, питка
Τυχαίες λέξεις
Πόρπη στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: тока, пафта, токи, бравата, брава
Μεταφράσεις: тока, пафта, токи, бравата, брава