Ράντισμα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ράντισμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
келеш, келешче, струя, шприц, спринцовка
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ράντισμα
ράντισμα ελιάς, ράντισμα βερικοκιάς, ράντισμα με χαλκό, ράντισμα καρυδιάς, ράντισμα ντομάτας, ράντισμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ράντισμα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ράμπα στα βουλγαρικά - рампа, рампата, наземни, Увеличаване, на рампата
- ράμφος στα βουλγαρικά - банкнота, клюн, човката, човка, клюна, на клюна
- ράντσο στα βουλγαρικά - ранчо, ранчото, ферма, ферма за, ранчото на
- ράπισμα στα βουλγαρικά - силна плесница, удрям, Биф, силен удар, Biff
Τυχαίες λέξεις
Ράντισμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: келеш, келешче, струя, шприц, спринцовка
Μεταφράσεις: келеш, келешче, струя, шприц, спринцовка