Ράντισμα στα λιθουανικά
Μετάφραση: ράντισμα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trykšti, įžūlėlis, aplieti vandeniu, išsišokėlis, akiplėša
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ράντισμα
ράντισμα ελιάς, ράντισμα βερικοκιάς, ράντισμα με χαλκό, ράντισμα καρυδιάς, ράντισμα ντομάτας, ράντισμα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ράντισμα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ράμπα στα λιθουανικά - rampa, eiti nuožulniai, nevienodas paviršiaus lygis, nuožulnioji plokštuma, brangiai lupti
- ράμφος στα λιθουανικά - banknotas, sąskaita, snapas, skelbimas, važtaraštis, plakatas, faktūra, ...
- ράντσο στα λιθουανικά - ranča, Ranch, rančos, rančą, gyventi fermoje
- ράπισμα στα λιθουανικά - Trinti, Szturchaniec, Belziens, Stiprus smūgis, Szturchać
Τυχαίες λέξεις
Ράντισμα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: trykšti, įžūlėlis, aplieti vandeniu, išsišokėlis, akiplėša
Μεταφράσεις: trykšti, įžūlėlis, aplieti vandeniu, išsišokėlis, akiplėša