Σαν στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σαν, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
арсен, как, като, харесват, както, подобно
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαν
σαν αντρεας, σαν τον καραγκιοζη, σαν δεν ντρεπεσαι, σαν σταρ του σινεμα, σαν σημερα, σαν λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σαν στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σαμποτάρω στα βουλγαρικά - саботаж, саботажи, саботиране, за саботаж
- σαμπουάν στα βουλγαρικά - шампоан, шампоани, шампоана, шампоан за
- σανίδα στα βουλγαρικά - диска, дъска, талпа, дъската, дъски, дъсчена
- σανίδωμα στα βουλγαρικά - талпи, дъски, Кофраж, планки, дъсчена обшивка
Τυχαίες λέξεις
Σαν στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: арсен, как, като, харесват, както, подобно
Μεταφράσεις: арсен, как, като, харесват, както, подобно