Σκαπανέας στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σκαπανέας, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сапьор, Сапьорът, пионер, Sapper
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκαπανέας
σκαπανέας τεχνική εταιρεία, σκαπανέας μηχανικού, σκαπανέας λεξικο, σκαπανέας ατε, σκαπανέας κατασκευαστικη, σκαπανέας λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σκαπανέας στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σκανδαλώδης στα βουλγαρικά - скандален, скандално, скандална, скандални, скандалното
- σκαπάνη στα βουλγαρικά - лопатка, мотика, копае, окопавам, нос, копая
- σκαρφαλώνω στα βουλγαρικά - катерене, схватка, изкачване, набиране на височина, изкачи
- σκαστός στα βουλγαρικά - млъкни, затвори, затворен, млъкне, млъкнеш
Τυχαίες λέξεις
Σκαπανέας στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сапьор, Сапьорът, пионер, Sapper
Μεταφράσεις: сапьор, Сапьорът, пионер, Sapper