Σκαπανέας στα πορτογαλικά
Μετάφραση: σκαπανέας, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sapador, Sapper, do Sapper, sapadores, de sapadores
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκαπανέας
σκαπανέας τεχνική εταιρεία, σκαπανέας μηχανικού, σκαπανέας λεξικο, σκαπανέας ατε, σκαπανέας κατασκευαστικη, σκαπανέας λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σκαπανέας στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- σκανδαλώδης στα πορτογαλικά - repugnante, abominável, escandaloso, escandalosa, escândalo, escandalosas, escandalosos
- σκαπάνη στα πορτογαλικά - passatempo, enxada, hoe, cavar, capinar, roer
- σκαρφαλώνω στα πορτογαλικά - escalada, subida, subir, escalar, de subida
- σκαστός στα πορτογαλικά - cale-se, calar a boca, feche acima, cale a boca, cala a boca
Τυχαίες λέξεις
Σκαπανέας στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sapador, Sapper, do Sapper, sapadores, de sapadores
Μεταφράσεις: sapador, Sapper, do Sapper, sapadores, de sapadores