Σκεπτικό στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σκεπτικό, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предисловие, разсъждаване, доводи, аргументи, мотиви, мотивите
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκεπτικό
σκεπτικό συνώνυμα, σκεπτικό συνώνυμο, σκεπτικό της απόφασης, μουσειολογικό σκεπτικό, σκεπτικό απόφασης, σκεπτικό λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σκεπτικό στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σκεπτικισμός στα βουλγαρικά - скептицизъм, скептицизма, скептицизъм по, скептично
- σκεπτικιστής στα βουλγαρικά - скептик, скептично, скептичните, скептичен
- σκεπτικός στα βουλγαρικά - замислен, замислено, замисления, замисли, замислена
- σκευοθήκη στα βουλγαρικά - бюфет, бюфета, шкаф, шкаф за
Τυχαίες λέξεις
Σκεπτικό στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: предисловие, разсъждаване, доводи, аргументи, мотиви, мотивите
Μεταφράσεις: предисловие, разсъждаване, доводи, аргументи, мотиви, мотивите