Σκεπτικό στα ουγγρικά
Μετάφραση: σκεπτικό, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
indokolás, érvelés, érvelést, indokolása, érvelése
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκεπτικό
σκεπτικό συνώνυμα, σκεπτικό συνώνυμο, σκεπτικό της απόφασης, μουσειολογικό σκεπτικό, σκεπτικό απόφασης, σκεπτικό λεξικό γλώσσας ουγγρικά, σκεπτικό στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- σκεπτικισμός στα ουγγρικά - kétkedés, szkepticizmus, szkepticizmust, szkepticizmussal, a szkepticizmus, szkepszis
- σκεπτικιστής στα ουγγρικά - szkeptikus, szkeptikusok, szkeptikusnak, szkeptikust
- σκεπτικός στα ουγγρικά - töprengő, töprengõ, méla, gondolkodó, pensive
- σκευοθήκη στα ουγγρικά - tálaló, pohárszék, tálalószekrény, kredenc, sideboard
Τυχαίες λέξεις
Σκεπτικό στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: indokolás, érvelés, érvelést, indokolása, érvelése
Μεταφράσεις: indokolás, érvelés, érvelést, indokolása, érvelése