Σκεπτικό στα ισλανδικά
Μετάφραση: σκεπτικό, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
formáli, reasoning, rökstuðningur, rökhugsun, rökstuðning, röksemdafærsla
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκεπτικό
σκεπτικό συνώνυμα, σκεπτικό συνώνυμο, σκεπτικό της απόφασης, μουσειολογικό σκεπτικό, σκεπτικό απόφασης, σκεπτικό λεξικό γλώσσας ισλανδικά, σκεπτικό στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- σκεπτικισμός στα ισλανδικά - efahyggja, tortryggni, efahyggju, efasemdum, Efahyggjan
- σκεπτικιστής στα ισλανδικά - efasemdamaður, Skeptic
- σκεπτικός στα ισλανδικά - pensive, sem leggur
- σκευοθήκη στα ισλανδικά - sideboard
Τυχαίες λέξεις
Σκεπτικό στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: formáli, reasoning, rökstuðningur, rökhugsun, rökstuðning, röksemdafærsla
Μεταφράσεις: formáli, reasoning, rökstuðningur, rökhugsun, rökstuðning, röksemdafærsla