Σκεπτικό στα ολλανδικά
Μετάφραση: σκεπτικό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inleiding, redenering, motivering, redeneren, redenering van, de redenering
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκεπτικό
σκεπτικό συνώνυμα, σκεπτικό συνώνυμο, σκεπτικό της απόφασης, μουσειολογικό σκεπτικό, σκεπτικό απόφασης, σκεπτικό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκεπτικό στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σκεπτικισμός στα ολλανδικά - scepticisme, scepsis, sceptisch, het scepticisme, kritische
- σκεπτικιστής στα ολλανδικά - scepticus, sceptisch, sceptische, skeptic, skepticus
- σκεπτικός στα ολλανδικά - peinzend, nadenkend, peinzende, pensive, nadenkend pensive
- σκευοθήκη στα ολλανδικά - kast, buffet, aanrecht, dressoir, sideboard
Τυχαίες λέξεις
Σκεπτικό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: inleiding, redenering, motivering, redeneren, redenering van, de redenering
Μεταφράσεις: inleiding, redenering, motivering, redeneren, redenering van, de redenering